- φείσομαι
- буду щадить
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
φείσομαι — φείδομαι spare aor subj mid 1st sg (epic) φείδομαι spare fut ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)